ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Rumney wine ή vino di Romania
To δημοφιλές κρασί των αριστοκρατών του μεσαίωνα στην Ευρώπη
Το κρασί Rumney ήταν μια δημοφιλής μορφή ελληνικού κρασιού στην Αγγλία και την Ευρώπη κατά τον 14ο έως τον 16ο αιώνα. Το όνομά του προήλθε από την Ρωμανία, η οποία ήταν τότε ένα κοινό όνομα για την Ελλάδα και τα νότια Βαλκάνια, τα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το κρασί ονομάστηκε Rumney ή Romney στα Αγγλικά, Romenier ή Rumenier στα Γερμανικά, vino di Romania στα Ιταλικά. Οι συγγραφείς για τα τρόφιμα και τη διατροφή το αναφέρουν μεταξύ των γλυκών και "ζεστών" κρασιών (ζεστών με τη διατροφική έννοια). Δεν ήταν ένα «ενισχυμένο» κρασί με τη σύγχρονη έννοια, αλλά ένα «ψημένο» κρασί (vin cuit) στο οποίο προστέθηκε πετιμέζι.
O οίνος αυτός αποτελεί την συνεχεία γλυκών οίνων που παρήγοντο
στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα.
Στο «Περί ευχυμίας και κακοχυμίας τροφών», ο Γαληνός γράφει: όσοι από τους οίνους είναι υδατώδεις και έχουν λεπτή σύσταση, κινούν τα ούρα και παρέχουν λίγη τροφή στο σώμα. Οσοι όμως είναι παχείς, όπως ο Θηραίος και ο Σκυβελίτης, τρέφουν αξιόλογα. Διαφέρουν δε μεταξύ τους περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με το πάχος.
Σχετικά με το πάχος, πρόκειται γι’ αυτό που λέμε σήμερα «πυκνότητα», η οποία διαφέρει από το ένα στο άλλο γλυκό κρασί ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε σάκχαρα και επομένως ανάλογα με το πόσο γλυκά είναι. Τα γλυκά κρασιά είναι «παχύρευστα», έχουν μεγάλη πυκνότητα.
Και αφού αναφέρει τους διαφόρους γλυκούς οίνους της Μικράς Ασίας με το τοπωνύμιο καταγωγής τους, ο Γαληνός προσθέτει: είναι δε όλοι αυτοί μέλανες. Διότι δεν πρόκειται να βρεις κανένα παχύ και συγχρόνως γλυκό οίνο, που να μην είναι μαύρος. Εάν εψήσεις το γλεύκος ακόμη και των πιο λευκών οίνων -«των λευκοτάτων οίνων»- το οποίο ονομάζεται σε εμάς έψημα, θα έχει το χρώμα μαύρο, παραπλήσιο με εκείνο του Θηραίου. Μαύρο είναι και το χρώμα του Καρυίνου που είναι γλυκός, το δε χρώμα του Θηραίου επίσης μαύρο, αλλά όχι τόσο όσο του Καρυίνου, διότι υπολείπεται και ως προς τη γλυκύτητα του Καρυίνου. Λευκός δεν υπάρχει κανένας γλυκός οίνος. Ορισμένοι είναι ξανθοί και κιρροί.
Γιατί άραγε δεν υπήρχαν λευκά γλυκά κρασιά; Διότι απλούστατα, πριν από τον 18ο αιώνα παρασκεύαζαν γλυκά κρασιά μόνον από υπερώριμα και λιασμένα σταφύλια η τεχνική παρασκευής «οίνων λικέρ» με προσθήκη αλκοόλης δεν ήταν γενικευμένη και πάντως αγνοείτο στα χρόνια του Γαληνού, καθώς και κατα τον μεσαιωνα.
εκτος απο την τακτικη ποσθηκη εψηματος στο προς ζυμωση γλευκος,προσεθεταν και οταν οι καιρικές συνθήκες την εποχή του τρυγητού δεν επέτρεπαν να αποκτήσουν τα σταφύλια τη γλυκύτητα που έπρεπε, «έψηναν» μέρος του γλεύκους σε γυμνή φωτιά. Και το έψημα -που σημερα το λέμε πετιμέζι- το προσεθεταν στο γλεύκος.
Καθώς το έψημα ακόμη και των πιο λευκών σταφυλιών είχε «μαύρο» χρώμα, το κρασί που παραγόταν είχε καστανόμαυρο χρώμα τόσο πιο σκούρο, όσο περισσότερο έψημα είχε προστεθεί κι επομένως, τόσο πιο γλυκό ήταν το κρασί. Γι’ αυτό ο Γαληνός λέει ότι ο Θηραίος είχε μεν μαύρο χρώμα, αλλά όχι τόσο μαύρο όσο ο Καρυίνος, διότι υπολειπόταν του Καρυίνου και ως προς τη γλυκύτητα.
Συμφωνα με την μαρτυρία του Γάλλου φυσιοδίφη pier belon ενας απο τους οίνους της οικογένειας του μαλβαζια αποτελει ο οινος της Ρωμανίας. Στα μέσα του 16ου αιώνα επισκέφθηκε την Κρήτη ο Pierre Belon, ο οποίος μας άφησε μια πολύτιμη πληροφορία για τον τρόπο συντήρησης του κρητικού μαλβαζία: «Ο οίνος Maluaisie που μεταφέρεται μακρύτερα, όπως στη Γερμανία, Γαλλία και Αγγλία, προηγουμένως ψήνεται (cuist), διότι τα πλοία που έρχονται στην Κρήτη για να μεταφέρουν την Maluaisie σε ξένους τόπους, θέλουν ρητώς να φορτώσουν αυτήν του Ρεθύμνου, γνωρίζοντας καλώς ότι διατηρείται περισσότερο χρόνο σε καλή ποιότητα και ότι όσο πιο πολύ έχει ψηθεί, τόσο εκλεκτότερη είναι.
Γι’ αυτό στην πόλη του Ρεθύμνου υπάρχουν μεγάλα καζάνια κατά μήκος της ακτής, που χρησιμεύουν κατά την εποχή του τρυγητού για να ψήνουν τα κρασιά τους. Οχι βέβαια ότι όλες οι Maluaisies ψήνονται. Διότι αυτές της περιοχής του Χάνδακα και της πόλης του Χάνδακα, που μεταφέρονται μόνο στην Ιταλία και ως εκ τούτου δεν φοβούνται να ξιδιάσουν (s’aigrissent) δεν τις ψήνουν… Υπάρχει επίσης και η Maluaisie που δεν είναι καθόλου γλυκιά, την οποία οι Ιταλοί αποκαλούν garbe, δηλαδή αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν, προκειμένου για οίνους, verd (στυφό) ή rude (τραχύ) αυτή δεν μας μεταφέρεται καθόλου, διότι δεν είναι ψημένη όπως η γλυκειά και δεν διατηρείται τόσο πολύ χρόνο».
Με βάση όσα έγραψε ο Γαληνός, ο «άψητος» γλυκός οινος ήταν μελιχρός, κιρρός, κεραμόχρους, γι’ αυτό έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο για «ερυθρό» οίνο, ενώ ο «ψημένος» είχε χρώμα καστανόμαυρο τόσο πιο «μαύρο» όσο περισσότερο είχε ψηθεί.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΖΑΚΥΝΘΙΚΩΝ ΚΡΑΣΙΩΝ
-
Τη Ζάκυνθο, το νοτιότερο από τα Εφτάνησα, γενεές Ευρωπαίων τη γνωρίζουν με το γαλλικό της όνομα Zante. Κατά μέγα μέρος πεδινό και καταπράσινο, το νησί ονομάστηκε Φιόρο του Λεβάντε (λουλούδι της Ανατολής) από τους Βενετούς, που φαίνεται πως είχαν ιδιαίτερη αγάπη γι' αυτή την κτήση τους. Η Ζάκυνθος ήταν το ευνοούμενο νησί για τη διαμονή τους, και ανάλογη ήταν η επίδραση που άσκησαν στη ζωή αυτού του τόπου. Η επιρροή τους έγινε περισσότερο αισθητή στην αναζωογόνηση μιας παρηκμασμένης βυζαντινής φεουδαρχικής κοινωνίας. Τα απομεινάρια της βυζαντινής αριστοκρατίας τελικά εξαλείφθηκαν παντού αλλού στην Ελλάδα, αλλά οι Βενετσιάνοι τα υποστήλωσαν στη Ζάκυνθο προσφέροντας μια σειρά κινήτρων, που προσέλκυσαν και τα χρεοκοπημένα μέλη της ιταλικής αριστοκρατίας για εγκατάσταση στο νησί. Ανάμεσα στις άλλες συνέπειες της διαιώνισης μιας γαιοκτημονικής αριστοκρατίας ήταν και η διατήρηση ορισμένων νησιωτικών παραδόσεων γύρω από το κρασί, και μάλιστα πολύ μετά τις θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομία του νησιού, που καθιστούν σαν αυτή τη διατήρηση γενικώς ασύμφορη.
-
Από πολύ παλιές εποχές υπήρχαν άφθονα αμπέλια για την παραγωγή κρασιού στη Ζάκυνθο. Προφανώς οι νησιώτες δεν απέρριπταν καμιά σχεδόν από τις πολυάριθμες ποικιλίες σταφυλιών που έφταναν εκεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους. Πράγματι, από την άποψη αυτή, η Ζάκυνθος κατέχει μια ειδική θέση στα χρονικά της ελληνικής αμπελουργίας, εφόσον η παλαιότερη σύγχρονη μαρτυρία για τις ελληνικές ποικιλίες σταφυλιών βρίσκεται σ' ένα στιχούργημα χρονολογούμενο από το 1601, όπου μνημονεύονται τα ονόματα τριάντα τεσσάρων ποικιλιών που καλλιεργούνταν τότε στο νησί: "Σταφύλια μες τη Ζάκυνθο είναι ο Κοζανίτης, Μυγδάλι, Φλέρι, Ροζακιά, Χλώρα και Μορωνίτης, Λαριέρα και Σκυλόκλημα, Βοήθαμος, Φτερουγάτης, Τραγάνα, Πετροκόριθο, Παύλος και Χουχουλιάτης. αλλ' είν' τα ομορφότερα Ρομπόλα και Αητονύχι. Μοσχάτο, Αμπελοκόριθο, Φτάκιλος και Ξυρίχι, Κατζακούλιας, Κοντοκλάδι. Κακοτρύγι, Βοϊδομάτης, Γλυκερίθρα, Λιανορόδι, Γουστουλίδι κι Aυγουστιάτης, Γλυκοπάτι... Βόσος και το Κουτζουμπέλι και το Νύχι του Κοκόρου που στολίζει το αμπέλι, Tστερα απ' όλα τούτα ευχεται ο Σκυλοπνίχτης, μακειος που λα τα φουμιζει είν' ο κόκκινος Ροϊδίτης."
-
Τρεις αιώνες αργότερα, το 1904, ο Ludwig Salvator κατέγραψε περισσότερες από ογδόντα ποικιλίες στο μνημειώδες έργο του για τη Ζάκυνθο, δεδομένου ότι πολλές από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες σταφυλιών έχουν περισσότερες από μία χρωματικές παραλλαγές. Οι Βενετσιάνοι έριξαν τα σπέρματα μιας βαθιάς αλλαγής στην αμπελουργία του νησιού το 1516, μεριμνώντας για τη μεταφύτευση του σταφιδοκλήματος από την Πελοπόννησο με την ελπίδα να επωφεληθούν από το κερδοφόρο εμπόριο με τη Δυτική Ευρώπη.
-
Το 1579 ο ταξιδιώτης Carlier de Pinon σημείωνε σημαντικές εξαγωγές ακόμα και μέχρι τη μακρινή Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου η νησιωτική παράδοση, όσον αφορά τους τύπους των κρασιών, παρεξέκλινε και αλλοιώθηκε. Μια εξέλιξη με ιδιαίτερα σοβαρές επιδράσεις ήσαν τα περιοδικά πλεονάσματα ξηρού καρπού, που παρατηρούνταν όσο η καλλιέργεια της σταφίδας επεκτεινόταν στα Εφτάνησα και την Πελοπόννησο. Οι Ζακυνθινοί έμποροι άρχισαν να παρασκευάζουν κρασί από νωπό καρπό, τόσο που μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ο σταφιδίτης οίνος, το σταφιδόκρασο, είχε γίνει το χαρακτηριστικό εμπορικό κρασί του νησιού. Ετσι, ενώ το 1579 o Carlier de Pinon μνημόνευε εξαγωγές ενός κόκκινου κρασιού που λεγόταν «Romania», από τοπικές ποικιλίες , κι ενός λευκού που λεγόταν «Ribola», από την ποικιλία ρομπόλα που αναφέρεται στο στιχούργημα του 1601.